κατασκονίζω

κατασκονίζω
κατασκόνισα, κατασκονίστηκα, κατασκονισμένος, κάνω κάτι να γεμίσει σκόνη: Τα παπούτσια σου είναι κατασκονισμένα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατασκονίζω — καλύπτω, γεμίζω κάτι ή κάποιον με σκόνη …   Dictionary of Greek

  • κονιορτώ — κονορτῶ, όω (ΑM, Μ και άω) [κονιορτός] καλύπτω με κονιορτό, κατασκονίζω κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”